Ο  Μικροκωνσταντίνος

 

Ο Κωνσταντίνος ο μικρός , ο Μικροκωνσταντίνος,   Μικρό ντον είχ’ η μάνα ντου, μικρό ντ’ αρραβωνιάζει, Μικρό ντον ήρτε μήνυμα στο μπόλεμο να πάει.      Νύχτα σελλώνει τα’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει.         Βάν’ ασημένια πέταλα, μαλαματένιες λόθρες.       Πήδηξε, καβαλλίκεψε σαν άξιο παλληκάρι.           Ώσπου να πει: «Έχετε γεια», σαράντα μίλια πάει.     Kι  απάνω στά σαρανταδυό ψιλή φωνή άκούστη:

«Εάν διαβαίνεις, Κωσταντή, κι έμενα πού μ' αφήνεις;»

«Πρώτα σ’ αφήνω στο θεό κι ύστερα στους Αγίους,
Κι ύστερα κι όλο ύστερα στη 'στερινή μου μάνα».

«Τι να με χάνει ό θεός; Τι να με χάνουν οι Άγιοι;

Τι να με χάνει ή μάνα σου χωρίς την αφεντιά σου;»

«Μάνα μου, ντή γκαλίτσαμου, μάνα μου, ντή καλή μου,
Γλυκό ντή δίνεις το πρωί, γλυκό ντο μεσημέρι,
Και το ηλιοβασίλεμα να στρώνεις να κοιμάται».
Μα 'κείν' ή σκύλα ή άνομη, οβρέσσας θυγατέρα,
Πα στο σκαμνί ντήν έκατσε, κι άντρίκια ντήν κουρεύει.
Μια γκούγκλα ντήν εφόρεοε, ντή δίνει και ντουλιάγκα.
Ντή δίνει δέκα πρόβατα κι εκείνα  ψωργιασμένα.
Ντή δίνει και τρία σκυλιά κι εκείνα λυσσασμένα.
Ντήν παραγγέλνει στά γερά, γερά ντή συντυχαίνει:

«θα πάεις πάνω στα βουνά τα άψηλοκορφάτα,
Που ‘ναι τα κρύα τα νερά κι ό δροσερός ο ίσκιος.
Κι α δε ντα κάνεις εκατό, κι α δε ντά κάνεις χίλια,
Και τα σκυλιά 'βδομηνταδυό, στους κάμπους μην κατέβεις.
Σ' όλους τους πόρους πάνε ντα, σε όλους πότισέ ντα,
Και στο Γιορδάνη ποταμό μην τύχει και τα πάεις,
Γιατ' έχει φίδια κι όχεντρες, θά ξέβουν να σε φάνε».
Παίρνει και πάει στα βουνά με δάκρυα φορτωμένη.

«Έλα Χριστέ και Παναγιά με το Μονογενή σου.
Εις το βουνό πού βρίσκομαι να φτάσει η ευχή σου».
Γίνηκαν χίλια πρόβατα, χίλια και πεντακόσια,
Και τα σκυλιά 'βδομηνταδυό, στους κάμπους έκατέβη.
Σ' όλους τους πόρους πήγε ντα, σε όλους πότισέ ντα
Και στο Γιορδάνη ποταμό πήγε και στάλισέ  ντα.
Κι επέρασε κι ο Κωσταντής και τηνε χαιρετάει:

«Καλημερά σου, τσόμπανε». «Καλώς τον Κωσταντίνο».

«Τίνος είναι τα πρόβατα; Τίνος είναι τα γίδια;

Τίνος είναι και τα σκυλιά με το χρυσό γιορντάνι;»

«Τον Κωσταντίνον τον μικρόν, τον Μικροκωσταντίνον,
Μικρό ντον είχ' η μάνα ντου, μικρό ντ' αρραβωνιάζει,
Μικρό ντον ήρτε μήνυμα στο μπόλεμο να πάει».
Χτυπά το βάθιο ντου κλωτσιά, στή μάνα ντου  πηγαίνει.

«Μάνα μ' πού 'ν' η γυναίκα μου, πού  'ναι κι η καλή μου;»

«Γυναίκα σου απέθανε εδώ και τρια χρόνια».

«Δείξε μου το μνήμα της να πάω να ντην κλάψω».

«Το μνήμα ντης  χορτάριασε και γνωρισμό δεν έχει».

Από ντη μέσ’ ντην άρπαξε, στο βάθιο ντου ντη βάζει.

Χτυπά το βάθιο ντου κλωτσιά, δύο κομμάτια γίνει.

 

 

 

 

Δασκάλα πού ‘ναι το παιδί

Ο Κωσταντίνος ο μικρός, ό Μικροκωσταντίνος,
Από μικρό στά γράμματα, μεγάλο στο σχολείο.
Τα σχόλασε ό δάσκαλος να παν να γεματίσουν.
Βρίσκει τη μάνα τ' κι έπαιζε μ' εν' άξιο παλληκάρι.

«Έννοια σου  μάνα μ', έννοια σου, κι αν δεν το μαρτυρήσω.
Το βράδυ θα 'ρ θει ο πατέρας μου και θα το 'μολογήσω».

«Τι είδες, 6ρέ παλιόπαιδο, και τι θα μαρτυρήσεις;»
Άπ' τα μαλλιά τον άρπαξε, σαν πρόβατο το σφάζει.
Τον έπλυνε, τον αλάτισε, στο φούρνο τον πηγαίνει.

«Ψήσε, φούρναρη, το φαΐ, στ αλάτι μην το βλέπεις».
Να κι  ο μπαμπάς του κι έρχεται απ' το έρημο κυνήγι.

«Γυναίκα, πού 'ναι το παιδί, πού ναι ό Κωσταντίνος;»

«Τον έλουσα, το χτένισα, και στο σχολειό το 'στειλα».
Χτυπά το άλογο βιτσιά και στο σχολειό πηγαίνει.

«Δασκάλα, πού 'ναι το παιδί, πού 'ναι ό Κωσταντίνος;»

«Έχω τρεις μέρες να το δω και τρεις να το διαβάσω,
Κι αν δεν το δω και σήμερα το νου μου θέ να χάσω».
Χτυπά το άλογο βιτσιά, πάλι στο σπίτι πάει.

«Γυναίκα, πού 'ναι το παιδί, πού 'ναι ό Κωσταντίνος;»

«Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις, κι ό Κωσταντίνος θα 'ρθει».
Στρώνει τραπέζι ολόχρυσο με ασημένια πιάτα,
Και το φαΐ έμίλησε πέ μέσ' άπό τα πιάτα:

«"Αν είσαι λύκος φάγε με, σκύλος κατέλυσέ με.
Κι αν είσαι ό πατέρας μου, σκύψε και φίλησέ με».
Άπ' τα μαλλιά την άρπαξε, στο μύλο την πηγαίνει.

«Άλεσε, μύλε, άλεσε ξανθές και μαυρομάτες,
Να βγάλω κόκκινο πτερό να γράψω ένα γράμμα,
Για να το στείλω στο
ντουνιά να το χει ό κόσμος θάμα»."

 

 

 

 

 

Κάτω στον Αη Θόδωρο

 

Κάτω στον "Αη Θόδωρο, στον "Άγιο Παντελέημον,
Πανεγυρίτσι γίνοντου τ' Αγιού  του Κωσταντίνου.
Το πανεγύρ' ήνταν πολύ
κι ο κόσμος ήνταν λίγος.
Δώδεκα δίπλες ο χορός, δεκαοχτώ μπαλαίστρες.
"'
Κι ο  λύκος άρπαξε παιδί πέ μεσ’ απ’ τη μπαλαίστρα.
Και το παιδί ήνταν μικρό, τη μάνα του φωνάζει:

«θυμάσαι που  κοσκίνισες τη στάχτη αντίς αλεύρι
Και τσίριζες και  φώναζες: "Πάρτε καθάριο αλεύρι";

θυμάσαι όταν σκότωσες· το φίδι στην πεζούλα
Και τσίριζες
και φώναζες: "Πάρτε θαλάσσιο ψάρι";».